Της Καλομοίρας Αργυρίου- Κουμπή.
Ένα από τα ωραιότερα μοναστήρια της Πελοποννήσου που αποτελεί μεγάλο προσκύνημα , είναι της Παναγίας της Έλωνας, που βρίσκεται 14 χιλιόμετραπάνω από το Λεωνίδιο ,στο δρόμο προς τον Κοσμά.
Χτισμένο σ΄ ένα κοκκινόβραχο του Πάρνωνα, πάνω απ’ το φαράγγι του Δαφνώνα, δημιουργεί στον επισκέπτη την αίσθηση πως αιωρείται στο χάος.
Είναι ένα μοναστήρι του 16ου αιώνα και στην ιστορική διαδρομή του γνώρισε πολλά δεινά από τους Τούρκους, που το 1770, μετά τα Ορλωφικά , το λαφυραγώγησαν, το έκαψαν, κι έσφαξαν τους μοναχούς του. Μια δεκαετία αργότερα ανοικοδομήθηκε κι έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διάρκεια της Επανάστασης.
Μετά το 1875 γνώρισε μεγάλη ακμή. Την ανοικοδόμηση και την ακμή του την οφείλει όχι μόνο στους Λενιδιώτες αλλά και στους Σπετσιώτες.
Οι στενοί δεσμοί ανάμεσα στους Τσάκωνες και τους Σπετσιώτες από τα προεπαναστατικά ακόμα χρόνια δεν εκφράστηκαν μόνο με τις εμπορικές συνεργασίες και τις επενδύσεις που έκαναν οι πρώτοι σε Σπετσιώτικα πλοία και εμπορεύματα, αλλά και με τη ευλάβεια των Σπετσιωτών για το Μοναστήρι της Έλωνας, που είχε σαν αποτέλεσμα να ονομαστεί Έλωνα και η εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής στις Σπέτσες.
Το Μοναστήρι πανηγυρίζει το δεκαπενταύγουστο , στα εννιάμερα της Παναγίας, και στα Εισόδια, και συγκεντρώνει πλήθος προσκυνητών από την Κυνουρία, τη Λακωνία και από άλλες περιοχές.
Από το 1972 έγινε γυναικείο. Παλιότερα, τότε που ήταν ακόμα αντρικό, και είχαν απομείνει λίγοι ηλικιωμένοι μοναχοί, πολλές Σπετσιώτισσες πήγαιναν και βοηθούσαν στο συγύρισμα και στις προετοιμασίες, κυρίως στο διάστημα μεταξύ 15 και 23 Αυγούστου, ανάμεσα στα δυο μεγάλα πανηγύρια , ώστε να μπορέσουν μέσα σε λίγες μέρες να συμμαζευτούν τα κατάλοιπα του ενός πανηγυριού και να γίνουν οι προετοιμασίες για το άλλο. Καθάριζαν τα αμέτρητα καντήλια της εκκλησίας που ήταν αφιερώματα πιστών από ευγνωμοσύνη στην Παναγία που τους είχε βοηθήσει, τα μανουάλια, ξύνανε τα κεριά από το δάπεδο της εκκλησίας και της αυλής, και τακτοποιούσαν τα πάντα μέσα κι έξω από την Εκκλησία. Μεταξύ των γυναικών που πήγαιναν σχεδόν κάθε χρόνο , κάπως σαν τάμα, ήταν κι η μητέρα μου με πολλές άλλες γυναίκες συγγενείς και φίλες. Εμείς τα παιδιά τρελαινόμασταν από τη χαρά μας. Μας φαινόταν υπέροχο.
Η μετάβασή μας εκεί ήταν ολόκληρη διαδικασία. Κουβαλάγαμε μαζί μας τρόφιμα και εκεί μαγειρεύαμε και τρώγαμε όλοι μαζί σε κοινή τράπεζα με τους καλόγηρους. Παίρναμε μαζί μας τα σεντόνια και τις πετσέτες μας και φεύγοντας τα αφήναμε εκεί, για να τα έχουν για άλλους φιλοξενούμενους. Πηγαίναμε με το καράβι της γραμμής που μια φορά την εβδομάδα είχε δρομολόγιο από Σπέτσες ή με το καΐκι του θείου μου του Μιχάλη, τον Κέρβερο…
Βγαίναμε στην Πλάκα και μετά με ταξί ή με λεωφορείο πηγαίναμε πρώτα στο Λεωνίδιο κι έπειτα ανεβαίναμε Μοναστήρι. Ο δρόμος ήταν δύσβατος και σε κάποια επικίνδυνη γέφυρα ο οδηγός του υποχρέωνε τους επιβάτες να κατεβούν για να περάσει άδειο και μετά ανέβαιναν πάλι για να συνεχίσουν. Και σε άλλα σημεία όμως ήταν στενός κι επικίνδυνος και οι γυναίκες όλο σταυροκοπιόντουσαν. Η μάνα μου έκλεινε τα μάτια της να μη βλέπει το γκρεμό.
Καθώς ανεβαίναμε στο βουνό, οι Σπετσιώτισσες έδειχναν την περιοχή κι ανέφεραν έναν -έναν αυτούς τους Σπετσιώτες που πολέμησαν στον εμφύλιο σε μια μεγάλη μάχη που έγινε εκεί.
Έξω από το Μοναστήρι υπήρχε βλάστηση που, σε αντίθεση με το βράχο και το φαράγγι, δημιουργούσε μια μοναδική αίσθηση. Φτέρες κάθε σχήματος και μεγέθους , καταπράσινες και θαλερές, παρόλο που ήταν κατακαλόκαιρο, δημιουργούσαν μια αίσθηση δροσιάς , και προετοίμαζαν τον επισκέπτη ψυχολογικά για την πνευματική όαση που θα ακολουθούσε. Κάθε φορά αναρωτιόμουν αν θα μπορούσαμε να ξεριζώσουμε μερικές και να τις φυτέψουμε σπίτι μας να τις έχουμε. Η Λούλα του Αραβή το είχε επιχειρήσει με επιτυχία. Στο σπίτι της είχε σε κιούπια και μεγάλες γλάστρες πολύ όμορφες φτέρες που στόλιζαν την αυλή και το χώρο κάτω απ’ τη σκάλα και πάνω στο πλατύσκαλο.
Όσες μέρες μέναμε στο μοναστήρι , βγαίναμε κάποιες ώρες έξω από την πύλη, περπατούσαμε λίγο κι απολαμβάναμε αυτό το τοπίο. Βγαίναμε και για ένα ακόμα λόγο. Κυρίως γι’ αυτόν: Όπως εκτείνεται στο βάθος το φαράγγι, δημιουργεί το φαινόμενο του αντίλαλου. Φωνάζαμε λοιπόν εμείς τα παιδιά, και ανακαλύπταμε σε ποιο σημείο η ηχώ ήταν μεγαλύτερη.
Μετράγαμε τις φορές που το ακούσαμε και συναγωνιζόμασταν για το ποιος διάλεξε το καλύτερο σημείο. Αντηχούσε το βουνό :
-Κώωστααα Κώστααα Κώσταααα. Γιώργοοοο Γιώργοοοο Γιώργοοοο. Ρίτααααα Ρίτααααα Ρίτααααα Ρίτααααα.
Από την πύλη του Μοναστηριού ξεκινάει μια τεράστια σκάλα από αμέτρητα πολύ πλατιά σκαλοπάτια, που διασχίζει όλο το μοναστήρι με τρόπο που το κόβει στη μέση και φτάνει μέχρι το κατώτερο σημείο του απέναντι από το ναό. Καθώς κατεβαίνουμε στο βράχο , στο δεξί μας χέρι πάνω ψηλά, είναι το σημείο που διηγούνται πως το 1300, πρωτοβρέθηκε η εικόνα .Οι βοσκοί της περιοχής έβλεπαν φως και διαπίστωσαν ήταν φως καντηλιού, αλλά ήταν αδύνατον να σκαρφαλώσουν εκεί πάνω. Μετά από προσευχές που έκαναν με προτροπή του μητροπολίτη Ρέοντος και Πραστού ( και οι Σπέτσες σ’ αυτή τη Μητρόπολη υπάγονταν ), το φως κατέβηκε χαμηλότερα και οι πιο τολμηροί που σκαρφάλωσαν διαπίστωσαν πως επρόκειτο για μια εικόνα της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας. Έβαλαν λοιπόν ανεμόσκαλα κι έφτιαξαν ένα ξύλινο εκκλησάκι. Στην περιοχή που βρέθηκε η εικόνα ασκήτευαν δύο μοναχοί, ο Καλλίνικος και ο Δοσίθεος. Ο επίσκοπος τους ζήτησε να εγκατασταθούν εκεί ακριβώς που βρέθηκε η εικόνα. Με τη βοήθεια και των κατοίκων της περιοχής δεν άργησαν να κατασκευάσουν ένα εκκλησάκι και δύο κελιά, δημιουργώντας ουσιαστικά τη μονή. Οι μοναχοί αυτοί βρήκαν φριχτό τέλος στα χέρια δύο Τούρκων.
Στο αριστερό χέρι είναι κάποια κτίσματα, όπου βρισκόταν το γραφείο του ηγούμενου, το αρχονταρίκι και κάποια κελιά, κι από κάτω το χάος.
Οι ξενώνες βρίσκονταν σε δυο ορόφους στη δεξιά πλευρά κάτω από το παλιό εκκλησάκι της εύρεσης της εικόνας, που ήταν και το αγίασμα.
Σε κάθε δωμάτιο υπήρχαν πολλά κρεβάτια. Ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπήρχε. Όταν νύχτωνε ανάβαμε λάμπες πετρελαίου και τις κρεμούσαμε στον τοίχο σ’ ένα καρφί. Τη νύχτα έκανε κρύο και σκεπαζόμαστε με κουβέρτες παρότι ήταν καλοκαίρι.
Τα πρωινά ξυπνάγαμε χαράματα με το σήμαντρο. Είχα μεγάλη αγωνία μη με πάρει ο ύπνος και χάσω αυτή τη στιγμή. Οι Ρόδινες ανατολές από το λιτό εξώστη του ξενώνα, ήταν φαντασμαγορικές. Από τότε ανακάλυψα πόσο μεγάλη ευτυχία είναι να μπορεί κανείς να υποδέχεται ξύπνιος την καινούρια μέρα. Συνήθως είχε λειτουργία τα πρωινά. Μια από τις μέρες που μέναμε γινόταν και η δική μας . Τρόπος του λέγειν δηλαδή, αφού κάθε λειτουργία έτσι κι αλλιώς γίνεται για όλο τον κόσμο, για όλους τους ζωντανούς και όλους τους πεθαμένους « ὑπέρ του σύμπαντος κόσμου». Αυτή τη μέρα μεταλαβαίναμε αφού τις προηγούμενες είχαμε νηστέψει. Έτσι κι αλλιώς πάντα το φαγητό εκεί ήταν πολύ λιτό. Ντοματόσουπα με σπαγέτο ,καμιά πατάτα τηγανητή, άντε και καμιά μακαρονάδα με τυρί. Ο μάγειρας στην κουζίνα δεν ήταν καλόγερος. Ήταν ένας νεαρός κοντός, νάνος, ο Βασιλάκης, που τον είχαν τάξει οι γονείς του και τον είχαν πάει να υπηρετήσει το μοναστήρι για κάποια χρόνια. Ο ίδιος μέτραγε το χρόνο που απέμενε. Θυμάμαι πόσα ερωτηματικά δημιούργησε στο παιδικό μυαλό μας αυτό το τάμα.
-Αν με παίρνανε να με φέρουνε εδώ με το ζόρι, θα τους ξέφευγα και θα τους νίκαγα όλους ,και θα τους έβαζα τρικλοποδιά και ..και …..,έλεγε ο Κώστας ξάδελφός μου καθώς έκανε επίδειξη της δύναμής του κι εμιμείτο πολεμικά κόλπα που είχε δει στο σινεμά, εξορκίζοντας με τον τρόπο αυτό τους φόβους του.
Εγώ πάλι ρώταγα τη μάνα μου αν ο ίδιος συμφωνούσε να έρθει εδώ, αν στενοχωριόταν , αν ήθελε να ξαναγυρίσει στη μάνα του, αν η μάνα του θα τον έταζε αν δεν ήταν νάνος , κι άλλα τέτοια.. Ο Κώστας πήγαινε πίσω του , έβαζε το χέρι του πάνω απ’ το κεφάλι του και μετά το ακουμπούσε πάνω στο δικό του, στο αντίστοιχο ύψος ,για να μου δείξει με καμάρι πως ήταν ψηλότερος .
Πολλές φορές έρχονταν προσκυνητές για να εκπληρώσουν κάποιο τάμα.
Άλλοτε φέρνανε ζώα, κατσίκια, αρνιά κ.λ.π. κι άλλοτε το μωρό τους για να το βαφτίσουν. Μάλιστα κάποιοι είχαν τάμα να φέρουν το παιδί στην Παναγία και «να το ρίξουν στη χάρη της» όπως έλεγαν. Δηλαδή ερχόντουσαν στη λειτουργία και την ώρα της μικρής εισόδου, όταν έβγαινε ο παπάς με το Ευαγγέλιο, το απόθεταν κάτω από την εικόνα. Όποιος πήγαινε και το έπαιρνε πρώτος , γινόταν νουνός του στα βαφτίσια που ακολουθούσαν αμέσως μετά, ιδίως αν οι προσκυνητές ήταν από μακριά. Αν ήταν πολλοί αυτοί που το διεκδικούσαν, για να μη γίνει μάχη και τραβολογάνε το παιδί , γινόταν νουνός όποιος προλάβαινε κι έριχνε πάνω στο παιδί ένα μαντηλάκι.
Ένας μόνιμος εφιάλτης της μάνας μου ήταν πως θα πάω και θα πάρω να βαφτίσω κάποιο μωρό, και θα την βάλω σε μπελάδες αναγκάζοντάς την να κάνει κουμπαριά με άγνωστους ανθρώπους από μακριά. Μια φορά η γιαγιά μου η Καλομοίρα , πήρε και βάφτισε ένα αγοράκι από τον Ασωπό της Λακωνίας. Η βάφτιση έγινε με ρούχα και σταυρό που είχαν φέρει μαζί τους οι γονείς, και εκ των υστέρων αγόρασε κι εκείνη και τους έστειλε όλα όσα έπρεπε. Παρόλο που το παιδί αυτό βρισκόταν μακριά, διατήρησε δεσμούς με τη γιαγιά μου μέχρι το θάνατό της.
Οι καλόγεροι διηγούνταν πως κάποτε δυο μάνες είχαν τάξει να φέρουν τα μωρά τους και να τα πετάξουν από το βράχο ψηλά, κάτω. Η μια που ήταν πολύ πιστή το πέταξε και δεν έπαθε τίποτα. Η άλλη ήταν ολιγόπιστη και πέταξε πρώτα δοκιμαστικά μια κολοκύθα που δεν έπαθε τίποτα. Πέταξε λοιπόν μετά το παιδί της κι έγινε κομμάτια. Ανατρίχιασα από τη φρικτή αυτή ιστορία και σχημάτισα μέσα στο παιδικό μυαλό μου τη βεβαιότητα της πλάνης, και την πίστη πως είναι αδύνατον η Παναγία να ήθελε κάτι τέτοιο. Τα ερωτηματικά που μου δημιούργησε τα απάντησα στον εαυτό μου πολλά χρόνια μετά, και δικαίωσα αυτή την πρώτη αίσθηση και τον αποτροπιασμό που είχα νιώσει τότε.
Απέναντι από την εκκλησία, σ’ ένα επίπεδο που βρισκόταν λίγα σκαλιά πιο πάνω, ήταν ένας χώρος, ένα δωμάτιο περαντζάδα που στην πάνω μεριά του κατέληγε η σκάλα η κεντρική, ακριβώς απέναντι ήταν η σκάλα που σε ανέβαζε στο ναό, και στη μια πλευρά επικοινωνούσε με το μαγειρείο. Μύριζε πάντα καπνίλα από τα ξύλα, και δεν ήταν ποτέ καθαρός. Ήταν στρωμένος με παλιές πλάκες και στη μέση ήταν στημένο ένα πρωτόγονο κηροπλαστείο. Πάνω από μια φωτιά με ξύλα ήταν ένα τεράστιο κοίλο καζάνι που μέσα του έλιωναν τα αποκέρια ή έριχναν κερί καινούριο από κηρύθρες. Καθώς ήταν αμέσως μετά το πανηγύρι του δεκαπενταύγουστου υπήρχαν τεράστιες ποσότητες από αποκέρια Πάνω από το καζάνι κρεμόταν ένα μεταλλικό στεφάνι που η διάμετρός του ήταν μικρότερη από αυτήν του καζανιού και γύρω γύρω είχε πρόκες σε μικρή απόσταση η μια από την άλλη. Ήταν στερεωμένο με τέτοιον τρόπο που να μπορεί να περιστρέφεται.. Όλη μέρα καταγινόμασταν μ’ αυτό και φτιάχναμε κεράκια. Ένας καλόγερος μας κρεμούσε τα φυτίλια από τις πρόκες . Εμείς αφού πρώτα βγάζαμε με ένα τρυπητό από το καζάνι τα παλιά φυτίλια, παίρναμε με μια κουτάλα λιωμένο κερί και το ρίχναμε πάνω από τα φυτίλια. Αμέσως κρύωνε κι έπηζε, και ξεκινάγαμε δεύτερη στρώση. Όσο πιο χοντρό κερί θέλαμε να κάνουμε τόσο πιο πολλά στρώματα κεριού ρίχναμε. Μετά ο καλόγερος τα ξεκρεμούσε και τα έκανε δέματα που τα τύλιγε με χαρτί και τα αποθήκευε. Για μας που ήμασταν πολύ μικρά, ( παιδιά προσχολικής και ηλικίας των πρώτων τάξεων του δημοτικού σχολείου), ήταν πολύ ψηλό το στεφάνι και βαριά η κουτάλα με το κερί. Καθώς τα σηκώναμε για να φτάσουμε την αρχή των φυτιλιών συχνά αστοχούσαμε .Μια φορά θυμάμαι που φόραγα ένα κίτρινο φουστανάκι με σούρα στη μέση που και με δυο κορδέλες που έδεναν πίσω. Με τη διαδικασία αυτή λοιπόν του κηροπλαστείου πήγα στη μάνα μου τόσο πασαλειμμένη κεριά, που δε φαινόταν καθόλου το χρώμα του. Χειρότερη τιμωρία μου ήταν η απειλή πως δε θα με ξανάφηνε να φτιάξω κεριά.
Στη διάρκεια της μέρας πηγαίναμε πολλές φορές στο Ναό και κάθε φορά προσκυνούσαμε την Εικόνα της Παναγίας, και μετά ανεβαίναμε πάνω εκεί που ήταν το αγίασμα και πίναμε. Με το παιδικό μυαλό μας θεωρούσαμε πως όσο περισσότερες φορές τόσο πιο καλά. Κάθε που ερχόταν κάποια ομάδα προσκυνητών και κάποιος τους ξεναγούσε, τρυπώναμε κι εμείς κι ακούγαμε. Είχαμε μάθε απέξω το κάθε τι και ξέραμε ακόμα και τι ιστορία κρύβεται πίσω από το κάθε αφιέρωμα που βρισκόταν στο Ναό.
Τα βράδια στο φαγητό , μονάχα με το φως των κεριών, ο ηγούμενος Γερμανός και οι άλλοι έλεγαν διάφορες ιστορίες, για θαύματα της Παναγίας, αλλά και διάφορες αστείες διηγήσεις.
Το Μοναστήρι ήταν πλούσιο. Η γιαγιά μου η Καλομοίρα, έλεγε πως ο ηγούμενος κράταγε μόνο τα χαρτονομίσματα και πως τα κέρματα τα πέταγε από το γκρεμό. Τι ήταν να το πει; Ο ξάδελφός μου προσπαθούσε να δει πως μπορεί κανείς να κατεβεί στο γκρεμό. Φυσικά ποτέ δεν το τόλμησε και φυσικά αυτό ήταν μύθος.
Μια φορά φεύγοντας, περάσαμε στην Πλάκα από μια οικογένεια γνωστή στην οικογένεια της μάνας μου από την κατοχή, τότε που ο παππούς μου ο Νίκος ο Αμπλάς ερχόταν κι έφερνε με τη βάρκα πράγματα στις Σπέτσες. Αυτοί είχανε περιβόλια και καλλιεργούσαν μελιτζάνες. Η μελιτζάνα είναι το κατ’ εξοχήν προϊόν που μέχρι σήμερα παράγει η περιοχή. Ήταν η πρώτη φορά που είδα περιβόλι με αυλάκια που ποτίζονταν με νερό που κυλούσε άφθονο σαν ποταμάκι. Βουτήξαμε τα πόδια μας και πλατσουρίζαμε. Μας φίλεψαν αχλάδια και τουλουμοτύρι. Μου είχαν φανεί πολύ νόστιμα και πολύ ταιριαστές γεύσεις. Όταν αργότερα άκουσα τη φράση «μεταξύ τυρού και αχλαδίου» συνειδητοποίησα πως είναι καθιερωμένος συνδυασμός και θυμήθηκα το Τσακώνικο περιβόλι. Οι γυναίκες ήταν πολύ φιλικές και σκοτώνονταν να μας περιποιηθούν .Η θεια μου η Κατίνα μου έδειξε μια απ’ αυτές που τη λέγανε Ευαγγελία και μου είπε πως όταν ήταν νέα ήθελε το θείο το Μιχάλη, όταν κι αυτός ήταν πολύ νέος. Όμως , παρότι είχε λεφτά και κτήματα, κατάλαβα πως τις Τσακώνες δεν τις ήθελαν για νύφες.
-Γιατί; Ρώτησα.
- Γιατί κατουράνε όρθιες μου απάντησε.
Δεν κατάλαβα τίποτα. Πολύ αργότερα υπέθεσα πως εννοούσε πως τους έλειπε η γυναικεία φινέτσα. ( Καθόλου δε συμμερίζομαι αυτή τη γνώμη, απλά το αναφέρω για την ιστορία. Οι άνθρωποι παλιότερα, είχαν πολλά στερεοτυπικά «κολήματα»).
Πρόσεξαν λοιπόν οι γυναίκες αυτές πως είχα βγάλει στο βλέφαρο ένα «κριθαράκι».Το πάθαινα συχνά.
-Έλα δω ρε καμάρι, μου λέει η μια. Θα στο ξορκίσει ο παππούς και δε θα ξαναβγεί.
Ο γέρος με κάθισε σ’ ένα σκαμνάκι, πήρε ένα κριθάρι και το ακούμπησε στο μάτι μου και λέγοντας διάφορα ψιθυριστά έκανε το ξόρκι. Όχι μόνο εμείς που ήμασταν παιδιά, αλλά ούτε οι γυναίκες οι άλλες είχαν συνείδηση πως αυτά ήταν παγανιστικά κι ανάρμοστα με τη χριστιανική πίστη. Ίσως η μάνα μου να μη θεωρούσε καν πως ήταν κάτι αληθινό. Πριν φύγουμε κόψανε και μας φιλέψανε μελιτζάνες.
Μια άλλη φορά , το 1965, είχαμε πάει καμιά δεκαριά γυναικόπαιδα, η μάνα μου κι εγώ με την αδελφή μου τη Ρίτα, μικρά παιδάκια τότε, η γιαγιά μου η Μαργαρίτα, η θεια μου η Ελευθερία με τη Ρίτα, η Λούλα του Αραβή η θεια μου η Κατίνα με τον Κώστα κι ήρθε να μας πάρει ο θείος μου ο Μιχάλης ο Αμπλάς κι ο γιος του ο Νίκος, με το καΐκι τους, τον Κέρβερο. Σηκώθηκε τέτοια τρικυμία, που ήταν αδύνατον να συνεχίσουμε ή να γυρίσουμε πίσω και βγήκαμε στη Ζαμπατική. Ήταν μια υπέροχη απέραντη παραλία με μεγάλα βότσαλα. Από κει μάζευαν παλιά τα μαύρα βότσαλα για τα Σπετσιώτικα βοτσαλωτά. Λένε πως η ονομασία «Ζαμπατική» βγήκε από παραφθορά της φράσης «σαν πάτε εκεί» που έλεγαν, επειδή ήταν πολύ όμορφα εκεί. Στην παραλία αυτή υπήρχε ένα σπίτι ενός ψαρά που λεγόταν Πέντες. Μέχρι σήμερα, η οικογένεια Πέντε κατοικεί εκεί Για να βρούμε να φάμε κάτι, πήγαμε με τα πόδια σ’ ένα άλλο χωριό την Πραματευτή. Περπατούσαμε με ψιλόβροχο. Το μόνο φαγητό που διέθετε το εστιατόριο ήταν αυγά με πατάτες.
Το βράδυ μείναμε στο σπίτι του Πέντε. Μας έβαλαν στον πάνω όροφο, στη σάλα. Δυο μέρες πριν είχε πεθάνει ο παππούς της οικογένειας, και τα κάδρα ήταν καλυμμένα με πανιά και μαύρες κορδέλες. Όταν άκουσα πως εκεί είχε πεθάνει κάποιος, αγρίεψα και δεν ήθελα να κοιμηθώ. Δεν υπήρχε άλλη επιλογή.
Ο αέρας έπεσε και ξεκινήσαμε χαράματα για τις Σπέτσες.